Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Ενας φραχτης απο σιδερα.

Κοιμάμαι; Ναι, φαίνεται κοιμήθηκα. Η μάνα μου με σκουντάει. 'Εχει κάτσει στο κρεβάτι.

"'Ελα, σήκω. Να πάτε να ψωνίσετε με τον πατέρα σου."

Πετιέμαι στη στιγμή. Διορθώνω λίγο τα ρούχα μου. Τα καλά μου φοράω ακόμα... Να μην ξεχάσω την κατσαριδόσκονη.

"Χρειαζόμαστε, λέει η μάνα μου, ρολ, σαπούνι για τα πιάτα, ένα πακέτο ρύζι, καφέ και ζάχαρη. Κι ένα κουτί γάλα. Και χαρτί για τον καμπινέ. Και χαρτοπετσέτες. Και ντομάτα πελτέ. Και λάδι, ένα μπουκάλι".

Πήραμε την τσάντα - την άσπρη - την καμποτένια, να τα βάλουμε μέσα.

Ανεβήκαμε τη σκαλίτσα και βγήκαμε στο δρόμο. Πολλά αυτοκίνητα. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. 'Αλλα είναι σταματημένα κι άλλα περνάνε συνέχεια. Και το πεζοδρόμιο γεμάτο. Παιδάκια με ποδιές και τσάντες κατηφορίζουν σαν ποτάμι. Σαν ν' άνοιξες μια βρύση και τρέχουν παιδάκια. Τι περίεργο πράγμα!... Μόνο σ' αυτό το πεζοδρόμιο έχει παιδιά. Και μόνο κατηφορίζουν... Και τι δουλειά έχουν τα παιδιά τέτοια ώρα;... 'Εξι το απόγευμα;... Λες... να κάνουν μάθημα από το πρωί ως τώρα; Λες... στην Αθήνα να έχουν πιο πολλά μαθήματα απ' τη Σύμη; Να μαθαίνουν πιο πολλά;...

Ο πατέρας με πήρε απ' το χέρι και περάσαμε απέναντι. 'Ωστε αυτό είναι το σούπερ - μάρκε! Μώρη!... Τι μαγαζί είναι αυτό!... Τεράστιο!... Στέκομαι σε μια βιτρίνα και βλέπω μέσα. Ποπό! Από πάνω μέχρι κάτω έχει ράφια με πράγματα. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε.

Τι φώτα είναι αυτά!... Ούτε τα Χριστούγεννα στο Σύλλογο δεν έχει τόσα φώτα!...

Μπροστά μας είναι ένας φράχτης από σίδερα. Στέκομαι λίγο. Κοιτάω τον πατέρα. Στέκεται κι αυτός. Μας πλησιάζει ένας κοντόχοντρος κύριος με καμπαρντίνα.

"Την τσάντα να την αφήσετε εδώ", μας λέει.

"Μα θα βάλουμε μέσα τα ψώνια μας", του λέει ο πατέρας.

"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.

Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.

'Οταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. 'Αμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. 'Ετσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

"Θα διαλέξουμε μόνοι μας, όπως μας είπε η Μαρία, και μετά θα πληρώσουμε, έτσι, πατέρα;"

"Ναι, μου λέει ο πατέρας. Να, εδώ πρώτα πρώτα έχει καφέδες. 'Ελα να βρούμε τον καφέ μας".

Πώς να βρούμε τον καφέ μας;... 'Εχει χιλιάδες κουτιά, κουτάκια, φακελάκια μικρά, φακελάκια μεγάλα. 'Ολα ξενικά γραμμένα.

Ο πατέρας παίρνει ένα φακελάκι ΛΟΥΜΙΔΗ και προχωράμε. Χρειαζόμαστε ρύζι, ζάχαρη... Καρδούλα μου! Τι μπισκότα είναι αυτά!... Δεν ξέρω να διαβάσω τι γράφουν, αλλά βλέπω πάνω στα κουτιά πορτοκάλια, κεράσια, σοκολάτα που χύνεται πάνω στα μπισκότα, φουντούκια, κοπέλες με στολές μπροστά σε μύλους, δροσοσταλίδες πάνω σε σοκολάτα, μια κυρία που φουρνίζει μπισκότα, μπισκότα, μπισκότα...

"Πατέρα..."

"Εντάξει. Πάρε ένα πακέτο μπισκότα... 'Οχι, όχι αυτό!... Πάρε ετούτο..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: